Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οἱ εὐδαιμονικοί

См. также в других словарях:

  • εὐδαιμονικοί — εὐδαιμονικός tending masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδαιμονικός — ή, ό (Α εὐδαιμονικός, ή, όν) [ευδαίμων] 1. αυτός που τείνει ή οδηγεί στην ευδαιμονία («ἐνέργεια εὐδαιμονικωτάτη», Αριστοτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που επιζητεί την ευδαιμονία του 3. το αρσ. ως ουσ. οι ευδαιμονικοί οι οπαδοί τού φιλοσοφικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»